γλαυκίας

γλαυκίας
γλαυκίᾱς , γλαυκιάω
glaring fiercely
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γλαυκίας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ολυμπιονίκης (6ος αι. π.Χ.). Προς τιμήν του καθιερώθηκαν στα Πύθια έπαθλα αγώνων τραγουδιού με κιθάρα, αυλού και δρόμου παιδιών. 2. Αιγινήτης ανδριαντοποιός (5ος αι. π.Χ.). Φιλοτεχνούσε ανδριάντες νικητών των… …   Dictionary of Greek

  • Γλαυκίας — Γλαυκίᾱς , Γλαυκίης masc acc pl Γλαυκίᾱς , Γλαυκίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • King Glaukias — (Ancient Greek: Γλαυκίας, glaring , from γλαυκός glaukos glaring ) [For a list of Greek names starting with glauk see LGPN [http://www.lgpn.ox.ac.uk/] ] , was an Illyrian of the Taulanti tribe, reigned over Illyria from 317 BC to 303 BC. In 314… …   Wikipedia

  • ГЛАВКИЙ —    • Glaucĭas,          Γλαυκίας        1. ученый врач и один из древнейших толкователей Гиппократа;        2. литейщик медью, из Эгины, ок. 500 г. до Р. X., производил главным образом статуи победителей на Олимпийских играх, напр., Гелона и… …   Реальный словарь классических древностей

  • γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… …   Dictionary of Greek

  • σαμίθη — Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥόφημά τι, ὡς Γλαυκίας, ὁ ιατρός» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”